λαβυρινθώδης — ες (Α λαβυρινθώδης, ῶδες) [λαβύρινθος] 1. αυτός που μοιάζει με λαβύρινθο, περίπλοκος, πολύπλοκος («λαβυρινθῶδες οἴκημα», Προκ.) 2. μτφ. δυσνόητος ή αυτός τού οποίου δύσκολα βρίσκει κάποιος τη λύση («λαβυρινθώδεις ερωτήσεις») … Dictionary of Greek
λαβυρινθώδει — λαβυρινθώδης labyrinthine masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) λαβυρινθώδης labyrinthine masc/fem/neut dat sg λαβυρινθώδεϊ , λαβυρινθώδης labyrinthine dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβυρινθώδη — λαβυρινθώδης labyrinthine neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λαβυρινθώδης labyrinthine masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λαβυρινθώδης labyrinthine masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβυρινθῶδες — λαβυρινθώδης labyrinthine masc/fem voc sg λαβυρινθώδης labyrinthine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβυρινθώδεις — λαβυρινθώδης labyrinthine masc/fem acc pl λαβυρινθώδης labyrinthine masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβυρινθώδους — λαβυρινθώδης labyrinthine masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
δαιδάλειος — α, ο (Α δαιδάλειος, α, ον) [Δαίδαλος] 1. αυτός που ανήκει, αρμόζει ή αναφέρεται στον Δαίδαλο νεοελλ. 1. δαιδαλώδης, λαβυρινθώδης 2. το ουδ. ως ουσ. συσκευή που επινοήθηκε από τον Δαίδαλο και με την οποία πετυχαίνονταν οπτικές απάτες όμοιες με… … Dictionary of Greek
δαιδαλοειδής — –ές 1. λαβυρινθώδης, πολύπλοκος 2. περίτεχνος, καλλιτεχνικός 3. δυσεξιχνίαστος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίδαλος + είδης < είδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Τάσο Νερούτσο («δαιδαλοειδείς ταινίαι»)] … Dictionary of Greek
δαιδαλώδης — ες [δαίδαλος] 1. δαιδαλοειδής, λαβυρινθώδης (κυρίως για οικοδομήματα) 2. περίπλοκος, σκοτεινός («συνθήκη δαιδαλώδης») … Dictionary of Greek